ἱπποτοξότης: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />archer à cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[τοξότης]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />archer à cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[τοξότης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱπποτοξότης]], ὁ (Α)<br />[[ιππέας]] οπλισμένος με [[τόξο]], [[έφιππος]] [[τοξότης]] («ἱππέας δὲ ἀπέφαινε διακόσιους και χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τοξότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόξον]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A mounted bowman horse-archer, Hdt.9.49,4.46; employed as police at Athens, Th.2.13,Lys.15.6: Com., ἱέρακας ἱ. Ar.Av.1179.
German (Pape)
[Seite 1261] ὁ, Bogenschütze zu Pferde; Her. 9, 49; Ar. Av. 1175; Thuc. 2, 96; Lys. 15, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποτοξότης: -ου, ὁ, ἔφιππος τοξότης, ὡς οἱ Πέρσαι, Ἡρόδ. 9. 49· οἱ Σκύθαι ὁ αὐτ. 4. 46· οἱ Γέται, Θουκ. 2. 96· - ὡς φαίνεται, ὡσαύτως εἶδος ψιλοῦ ἱππικοῦ παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, ἴδε Ἀριστοφ. Ὄρν. 1179, Λυσίας 144. 39· οὕτω, τοξότης ἀφ’ ἵππων Κρὴς Πλάτ. Νόμ. 834D.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
archer à cheval.
Étymologie: ἵππος, τοξότης.
Greek Monolingual
ἱπποτοξότης, ὁ (Α)
ιππέας οπλισμένος με τόξο, έφιππος τοξότης («ἱππέας δὲ ἀπέφαινε διακόσιους και χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + τοξότης (< τόξον)].