κακοθαλπής: Difference between revisions
From LSJ
Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.
(6_7) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκοθαλπής''': -ές, ([[θάλπω]]) κακῶς θερμαίνων, Ἡσύχ. ἐν λ. δυσθαλπέος. | |lstext='''κᾰκοθαλπής''': -ές, ([[θάλπω]]) κακῶς θερμαίνων, Ἡσύχ. ἐν λ. δυσθαλπέος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακοθαλπής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν θερμαίνει καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>θαλπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλπος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>θαλπής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (θάλπω)
A warming badly, Hsch. s.v. δυσθαλπέος.
German (Pape)
[Seite 1300] ές, schlecht wärmend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοθαλπής: -ές, (θάλπω) κακῶς θερμαίνων, Ἡσύχ. ἐν λ. δυσθαλπέος.
Greek Monolingual
κακοθαλπής, -ές (Α)
αυτός που δεν θερμαίνει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + θαλπής (< θάλπος), πρβλ. πολυ-θαλπής].