κακοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(a)
 
(18)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1304.png Seite 1304]] ἡ, das Uebel, Unglück, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1304.png Seite 1304]] ἡ, das Uebel, Unglück, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=η (Μ [[κακοσύνη]])<br /><b>μτφ.</b> η [[μεταβολή]] των καιρικών συνθηκών [[προς]] το χειρότερο, [[κακοκαιρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κακία]], [[έχθρα]]<br /><b>2.</b> [[οργή]], [[θυμός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κακό]], κακή [[πράξη]]<br /><b>2.</b> σωματική [[κάκωση]], [[κακοποίηση]]<br /><b>3.</b> [[κακοτυχία]]<br /><b>4.</b> αντικανονική [[ενέργεια]], [[πράξη]] όχι σωστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σύνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλο</i>-<i>σύνη</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1304] ἡ, das Uebel, Unglück, Sp.

Greek Monolingual

η (Μ κακοσύνη)
μτφ. η μεταβολή των καιρικών συνθηκών προς το χειρότερο, κακοκαιρία
νεοελλ.
1. κακία, έχθρα
2. οργή, θυμός
μσν.
1. κακό, κακή πράξη
2. σωματική κάκωση, κακοποίηση
3. κακοτυχία
4. αντικανονική ενέργεια, πράξη όχι σωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. -σύνη (πρβλ. καλο-σύνη)].