καθυπογράφω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(6_7)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυπογράφω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπογ-, Εὐστ. Πονημάτ. 109, 52.
|lstext='''καθυπογράφω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπογ-, Εὐστ. Πονημάτ. 109, 52.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθυπογράφω]] (AM)<br />(επιτατ. του [[υπογράφω]]) <b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιγράφω]]<br /><b>2.</b> [[καταλογίζω]], [[καταχωρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσυπογράφω]]<br /><b>2.</b> [[επικυρώνω]], [[εγκρίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπο</i>-[[γράφω]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπογράφω Medium diacritics: καθυπογράφω Low diacritics: καθυπογράφω Capitals: ΚΑΘΥΠΟΓΡΑΦΩ
Transliteration A: kathypográphō Transliteration B: kathypographō Transliteration C: kathypografo Beta Code: kaqupogra/fw

English (LSJ)

   A describe, Eust.974.13; append signature to a document or edict, Sammelb.5251.4 (ii B.C.), PFlor.36.22 (iv A.D.), Cod.Just.1.1.7.11, etc.

German (Pape)

[Seite 1290] = ὑπογράφω, Eust. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπογράφω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπογ-, Εὐστ. Πονημάτ. 109, 52.

Greek Monolingual

καθυπογράφω (AM)
(επιτατ. του υπογράφω) μσν.
1. περιγράφω
2. καταλογίζω, καταχωρίζω
αρχ.
1. προσυπογράφω
2. επικυρώνω, εγκρίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπο-γράφω.