καλυκώδης: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(6_7) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰλῠκώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς κάλυκα ἄνθους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4. | |lstext='''κᾰλῠκώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς κάλυκα ἄνθους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καλυκώδης]], -ες (Α)<br />όμοιος με κάλυκα άνθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλυξ]], -<i>υκος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θυελλ</i>-<i>ώδης</i>, <i>κυματ</i>-<i>ώδης</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A cup-shaped, ἄνθος Thphr.HP3.5.6, 3.10.4. II dub. sens., ἐνθάδε Κλειτόριος κεῖται δρῖλον καλυκῶδες κτλ. Raccolta Raccolta Lumbroso 257 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1314] ες, wie eine Blumenknospe, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλῠκώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κάλυκα ἄνθους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4.
Greek Monolingual
καλυκώδης, -ες (Α)
όμοιος με κάλυκα άνθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, -υκος + -ώδης (πρβλ. θυελλ-ώδης, κυματ-ώδης)].