κάρδοπος: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />huche à pétrir le pain.<br />'''Étymologie:''' DELG ? | |btext=ου (ὁ) :<br />huche à pétrir le pain.<br />'''Étymologie:''' DELG ? | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[κάρδοπος]] και [[καρδόπη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ειδική [[μεγάλη]] [[σκάφη]] που χρησιμοποιείται για το [[ζύμωμα]] του ψωμιού τών πληρωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκάφη]] που χρησιμοποιούνταν για το [[ζύμωμα]] του ψωμιού, [[μάκτρα]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> ξύλινο [[αγγείο]]<br /><b>3.</b> το [[ιγδίον]]. το [[γουδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. [[καρδόπη]] [[είναι]] [[επινόημα]] του Αριστοφάνη στις <i>Νεφέλες</i> για τη [[δημιουργία]] κωμικού αποτελέσματος]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A kneading-trough, Eup.228 (pl.), Ar.Ra.1159; κ. πλατεῖα Pl.Phd.99b: generally, wooden vessel, Hom.Epigr.15.6; mortar, Nic.Th.527: Com. fem. καρδόπη, ἡ, coined by Ar.Nu.678.
German (Pape)
[Seite 1327] ἡ, Backtrog, Mulde, übh. ein aus einem Stücke Holz gehöhltes Gefäß; Hom. ep. 15, 6; Ar. Ran. 1157; = μάκτρα Nubb. 669; πλατεῖα Plat. Phaed. 99 b; Sp., wie Nic. Ther. 527, wo es einen Mörser bedeutet.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
huche à pétrir le pain.
Étymologie: DELG ?
Greek Monolingual
η (Α κάρδοπος και καρδόπη)
νεοελλ.
ναυτ. ειδική μεγάλη σκάφη που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα του ψωμιού τών πληρωμάτων
αρχ.
1. σκάφη που χρησιμοποιούνταν για το ζύμωμα του ψωμιού, μάκτρα
2. επιγρ. ξύλινο αγγείο
3. το ιγδίον. το γουδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. καρδόπη είναι επινόημα του Αριστοφάνη στις Νεφέλες για τη δημιουργία κωμικού αποτελέσματος].