καστορίδες: Difference between revisions
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων ([[αἱ]]) :<br />chiennes de chasse laconiennes.<br />'''Étymologie:''' [[κάστωρ]]. | |btext=ων ([[αἱ]]) :<br />chiennes de chasse laconiennes.<br />'''Étymologie:''' [[κάστωρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=οι (AM [[καστορίδες]], αἱ) [[κάστωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[οικογένεια]] τρωκτικών στην οποία ανήκουν και οι κάστορες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] θαλάσσιου ζώου, [[φώκια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξαιρετικό [[είδος]] κυνηγετικών σκυλιών στη Λακωνία, από το όνομα του Κάστορος («αἱ δὲ [[καστορίδες]] Κάστορος θρέμματα, Ἀπόλλωνος δὲ [[δῶρον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Καστορίδες πύλαι» — στενό [[πέρασμα]] στο Γύθειο, [[κατά]] τον <b>Παυσ.</b> | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
αἱ, a famous Laconian breed of
A hounds, said to be first reared by Castor, AP6.167 (Agath.), cf. Poll.5.39:—also καστόριαι κύνες X.Cyn.3.1. II sea-calves, seals, Opp.H.1.398, Ael. NA9.50.
German (Pape)
[Seite 1333] αἱ, κύνες, eine vorzügliche Art lakonischer Jagdhunde, nach Kastor benannt, Agath. 28 (VI, 167) Nic. bei Poll. 5, 39. – S. auch καστορίς.
Greek (Liddell-Scott)
καστορίδες: -αἱ, ἐξαίρετον εἶδος θηρευτικῶν Λακωνικῶν κυνῶν, «αἱ δὲ καστορίδες Κάστορος θρέμματα, Ἀπόλλωνος δὲ δῶρον» Πολυδ. Ε´, 39, Ἀνθ. Π. 6. 167· ὡσαύτως, καστόριαι κύνες Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. θαλάσσιοι μόσχοι ἢ φῶκαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 398, Αἰλ. π. Ζ. 9. 40.
French (Bailly abrégé)
ων (αἱ) :
chiennes de chasse laconiennes.
Étymologie: κάστωρ.
Greek Monolingual
οι (AM καστορίδες, αἱ) κάστωρ
νεοελλ.
ζωολ. οικογένεια τρωκτικών στην οποία ανήκουν και οι κάστορες
μσν.-αρχ.
είδος θαλάσσιου ζώου, φώκια
αρχ.
1. εξαιρετικό είδος κυνηγετικών σκυλιών στη Λακωνία, από το όνομα του Κάστορος («αἱ δὲ καστορίδες Κάστορος θρέμματα, Ἀπόλλωνος δὲ δῶρον», Πολυδ.)
2. φρ. «Καστορίδες πύλαι» — στενό πέρασμα στο Γύθειο, κατά τον Παυσ.