καταγυμνάζω: Difference between revisions
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=former par l’exercice.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γυμνάζω]]. | |btext=former par l’exercice.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γυμνάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταγυμνάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γυμνάζω]] πολύ, [[εξασκώ]] αδιάκοπα («τὰ δὲ δὴ σώματα... καταγυμνάζομεν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταγυμνάζομαι</i><br />[[σπαταλώ]] σε γυμναστικούς αγώνες. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A train, discipline, τὰ σώματα Luc.Anach.24; πολλὰ κ. τινά Id.Merc.Cond.42: c. inf., τοὺς νέους ἀντέχειν καταγυμνάζωσιν Id.Nigr.27. II Med., squander in gymnastic exercises and games, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1343] sehr üben, durch Uebung gewöhnen; ἢν πολλαῖς ἀνάγκαις καὶ πόνοις τοὺς νέους ἀντέχειν καταγυμνάσωσιν Luc. Nigr. 27, vgl. Tim. 36; τὰ σώματα de gymn. 24. – Bei Hesych. wird das med. erkl. ἐπὶ γυμνασίαν ἀναλῶσαι, auf gymnastische Spiele verwenden.
Greek (Liddell-Scott)
καταγυμνάζω: μέλλ. -άσω, γυμνάζω, ἐξασκῶ πολύ, τὰ σώματα Λουκ. Ἀνάχ. 24· πολλὰ κ. τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Μισθ. Συνόντ. 42· μετ᾿ ἀπαρ., ἢν πολλαῖς ἀνάγκαις καὶ πόνοις τοὺς νέους ἀντέχειν καταγυμνάζωσιν ὁ αὐτ. ἐν Νιγρ. 27. ΙΙ. Μεσ., σπαταλῶ εἰς γυμναστικὰς ἀσκήσεις, εἰς ἀγῶνας, «κατεγυμνάσατο· ἐπὶ γυμνασίαν ἀνάλωσεν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
former par l’exercice.
Étymologie: κατά, γυμνάζω.
Greek Monolingual
καταγυμνάζω (Α)
1. γυμνάζω πολύ, εξασκώ αδιάκοπα («τὰ δὲ δὴ σώματα... καταγυμνάζομεν», Λουκιαν.)
2. μέσ. καταγυμνάζομαι
σπαταλώ σε γυμναστικούς αγώνες.