κατάλειμμα: Difference between revisions
From LSJ
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
(T22) |
(19) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=καταλειμματος, τό ([[καταλείπω]]), a [[remnant]], [[remains]]: R G, [[where]] it is equivalent to a [[few]], a [[small]] [[part]]; [[see]] [[ὑπόλειμμα]]. (the Sept., Galen.) | |txtha=καταλειμματος, τό ([[καταλείπω]]), a [[remnant]], [[remains]]: R G, [[where]] it is equivalent to a [[few]], a [[small]] [[part]]; [[see]] [[ὑπόλειμμα]]. (the Sept., Galen.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[κατάλειμμα]]) [[καταλείπω]]<br />κατάλοιπο, [[απομεινάρι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A remnant, LXXGe.45.7,al. 2 v. κατάλημμα.
German (Pape)
[Seite 1359] τό, das Uebriggelassene, der Ueberrest, das Ueberbleibsel, LXX u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλειμμα: τό, ὑπόλοιπον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 13), Γαλην. 14. 456.
English (Strong)
from καταλείπω; a remainder, i.e. (by implication) a few: remnant.
English (Thayer)
καταλειμματος, τό (καταλείπω), a remnant, remains: R G, where it is equivalent to a few, a small part; see ὑπόλειμμα. (the Sept., Galen.)
Greek Monolingual
το (AM κατάλειμμα) καταλείπω
κατάλοιπο, απομεινάρι.