καταμεθύσκω: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> κατεμέθυσκον, <i>ao.</i> κατεμέθυσα;<br />enivrer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μεθύσκω]]. | |btext=<i>impf.</i> κατεμέθυσκον, <i>ao.</i> κατεμέθυσα;<br />enivrer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μεθύσκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταμεθύσκω]] (Α)<br />[[κάνω]] κάποιον να μεθύσει [[τελείως]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
aor. -εμέθῠσα, causal,
A make drunk, Hdt.1.106, 2.121.έ, Pl.Grg.471b, etc.; εὐτυχία -ύσκουσα τοῖς ἀγαθοῖς τὰν διάνοιαν Archyt. ap. Stob.3.1.114:—Pass., to be made quite drunk, ὑπό τινος D.S.4.84: abs., get drunk, Plb.5.39.2.
German (Pape)
[Seite 1363] (s. μεθύσκω), berauschen, trunken machen; aor., τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον, Her. 1, 106, wie Plat. Gorg. 471 b; Archyt. Stob. fl. 1, 79 u. Sp. Das praes. erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταμεθύσκω: ἀόρ. -εμέθῠσα, μεταγ., κάμνω τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς, ἐμβάλλω εἰς μέθην, τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον Ἡρόδ. 1. 106., 2. 121, 5, Πλάτ. Γοργ. 471Γ˙ ξενίσαι καὶ καταμεθύσαι αὐτὸν Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 16. 41.-Παθ., μὲ κάμνει τις νὰ μεθύσω, ὑπό τινος κατεμεθύσθην Πολύβ. 5. 39, 2. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43.
French (Bailly abrégé)
impf. κατεμέθυσκον, ao. κατεμέθυσα;
enivrer.
Étymologie: κατά, μεθύσκω.
Greek Monolingual
καταμεθύσκω (Α)
κάνω κάποιον να μεθύσει τελείως.