κατάμονος: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(6_16) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάμονος''': -ον, [[ὅστις]] καταμένει, [[μόνιμος]], [[χρόνιος]], [[διηνεκής]], [[διαρκής]], [[πόλεμος]] κ. Πολύβ. 17. 21, 1· τὰ ψαφίσματα κ. [[εἶμεν]] Συλλ. Ἐπιγρ. 3046. 8. | |lstext='''κατάμονος''': -ον, [[ὅστις]] καταμένει, [[μόνιμος]], [[χρόνιος]], [[διηνεκής]], [[διαρκής]], [[πόλεμος]] κ. Πολύβ. 17. 21, 1· τὰ ψαφίσματα κ. [[εἶμεν]] Συλλ. Ἐπιγρ. 3046. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάμονος]], -ον, θηλ. και -η)<br /><b>νεοελλ.</b><br />εντελώς [[μόνος]], [[ολομόναχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μόνιμος]], [[χρόνιος]], [[διαρκής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A permanent, SIG141.8 (Corc. Nigr., iv B. C.); τιμαί Plb.39.3.9, IG5(1).1432.16 (Messene, i B. C.); ψαφίσματα SIG563.8 (Aetol., from Teos, iii B. C.). 2 ἐψηφίσατο τὸν πόλεμον κ. εἶναι should continue, Plb.18.12.1, cf. 21.2.6, al.
German (Pape)
[Seite 1364] bleibend, dauernd, fortwährend, γίγνεται ὁ πόλεμος, Pol. 17, 12, 1 u. öfter; Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
κατάμονος: -ον, ὅστις καταμένει, μόνιμος, χρόνιος, διηνεκής, διαρκής, πόλεμος κ. Πολύβ. 17. 21, 1· τὰ ψαφίσματα κ. εἶμεν Συλλ. Ἐπιγρ. 3046. 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάμονος, -ον, θηλ. και -η)
νεοελλ.
εντελώς μόνος, ολομόναχος
αρχ.
μόνιμος, χρόνιος, διαρκής.