κατασκευασμός: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />machination, invention ; [[ἐκ]] κατασκευασμοῦ d’accord.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκευάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />machination, invention ; [[ἐκ]] κατασκευασμοῦ d’accord.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκευάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατασκευασμός]], ὁ (Α) [[κατασκευάζω]]<br />[[επινόημα]], [[εφεύρημα]] («κατασκευασμὸς [[ὑπὲρ]] τοῡ λαθεῑν τόνδε τὸν νόμον τεθέντα», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευασμός Medium diacritics: κατασκευασμός Low diacritics: κατασκευασμός Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kataskeuasmós Transliteration B: kataskeuasmos Transliteration C: kataskevasmos Beta Code: kataskeuasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A contrinance, D.24.16; ἐκ δατασκευασμοῦ, Lat.ex composito, D.C.38.9, al.

German (Pape)

[Seite 1378] ὁ, = κατασκεύασμα, bes. Mittel, Erfindung, ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν Dem. 24, 16; – ἐκ κατασκευασμοῦ, nach Verabredung, D. Cass. 38, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευασμός: ὁ, μηχανισμός, μηχάνημα, ἐπινόημα, κ. ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν Δημ. 705. 3· ἐκ κατασκευασμοῦ, Λατ. ex instituto, composito, ἐκ συνεννοήσεως, Δίων Κ. 38. 9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
machination, invention ; ἐκ κατασκευασμοῦ d’accord.
Étymologie: κατασκευάζω.

Greek Monolingual

κατασκευασμός, ὁ (Α) κατασκευάζω
επινόημα, εφεύρημα («κατασκευασμὸς ὑπὲρ τοῡ λαθεῑν τόνδε τὸν νόμον τεθέντα», Δημοσθ.).