κατάφωρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pris sur le fait.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φώρ]].
|btext=ος, ον :<br />pris sur le fait.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φώρ]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάφωρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[καταφανής]], [[ολοφάνερος]], [[εξόφθαλμος]] («κατάφωρη [[αδικία]]»<br /><b>2.</b> αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ' αυτοφώρω» να κάνει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάφορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάφωρα</i> και <i>καταφώρως</i><br />ολοφάνερα, καταφανώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φώρ</i>, -<i>ός</i> «[[κλέφτης]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτό</i>-<i>φωρος</i>, [[περί]]-<i>φωρος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφωρος Medium diacritics: κατάφωρος Low diacritics: κατάφωρος Capitals: ΚΑΤΑΦΩΡΟΣ
Transliteration A: katáphōros Transliteration B: kataphōros Transliteration C: kataforos Beta Code: kata/fwros

English (LSJ)

ον,

   A detected, Onos.39.2, J.AJ20.11.1, Plu.2.301b, App.BC1.25, Charito 1.1, Ach. Tat.2.17, POxy.71.11 (iv A.D.).    II evident, manifest, D.H.Rh.9.5; κ. τῆς γνώμης γεγονέναι Plu.Cat.Mi. 54.    III v. κατάφορος 111.

German (Pape)

[Seite 1390] ertappt, überführt; κατ. τῆς γνώμης γενόμενος Plut. Cat. min. 54; Ael. V. H. 12, 58 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφωρος: -ον, ὁ καταφωραθείς, ἀνακαλυφθείς, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 24, Συλλ. Ἐπιγρ. 3916. ΙΙ. σαφής, κατάδηλος, φανερός, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5˙ κ. τῆς γνώμης γενέσθαι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pris sur le fait.
Étymologie: κατά, φώρ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάφωρος, -ον)
1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία»
2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ' αυτοφώρω» να κάνει κάτι
αρχ.
κατάφορος.
επίρρ...
κατάφωρα και καταφώρως
ολοφάνερα, καταφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φωρος (< φώρ, -ός «κλέφτης»), πρβλ. αυτό-φωρος, περί-φωρος].