κάτοινος: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(6_17) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάτοινος''': -ον, μεθυσμένος ἐξ οἴνου, Εὐρ. Ἴων 553, Διόδ. 5. 26, Φρύν. ἐν Α. Β. 43. 12. | |lstext='''κάτοινος''': -ον, μεθυσμένος ἐξ οἴνου, Εὐρ. Ἴων 553, Διόδ. 5. 26, Φρύν. ἐν Α. Β. 43. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάτοινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> μεθυσμένος («ἔμφρον' ἤ κάτοινον [[ὄντα]];», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιρρεπής]] στην [[οινοποσία]], [[φιλοπότης]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του οίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>οινος</i>, <i>πάρ</i>-<i>οινος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A drunken with wine, E.Ion 553 (troch.). 2 addicted to wine, D.S.5.26. 3 wine-coloured, Vett.Val.1.13.
German (Pape)
[Seite 1403] weinberauscht, trunken; Eur. Ion 553; D. Sic. 5, 26; von Phryn. in B. A. 23 statt θωρηχθείς empfohlen.
Greek (Liddell-Scott)
κάτοινος: -ον, μεθυσμένος ἐξ οἴνου, Εὐρ. Ἴων 553, Διόδ. 5. 26, Φρύν. ἐν Α. Β. 43. 12.
Greek Monolingual
κάτοινος, -ον (Α)
1. μεθυσμένος («ἔμφρον' ἤ κάτοινον ὄντα;», Ευρ.)
2. επιρρεπής στην οινοποσία, φιλοπότης
3. αυτός που έχει το χρώμα του οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οινος (< οἶνος), πρβλ. έν-οινος, πάρ-οινος].