Κειτούκειτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κειτούκειτος''': ὁ, κωμικὸν [[ὄνομα]] τοῦ Γραμματικοῦ Οὐλπιανοῦ, [[ὅστις]] νόμον εἶχε μηδενὸς φαγητοῦ ἀποτρώγειν πρὶν ἐρωτῆσαι·‒ κεῖται ἢ οὐ κεῖται; (πρβλ. [[κεῖμαι]] V. 7), Ἀθήν. 1Ε. | |lstext='''Κειτούκειτος''': ὁ, κωμικὸν [[ὄνομα]] τοῦ Γραμματικοῦ Οὐλπιανοῦ, [[ὅστις]] νόμον εἶχε μηδενὸς φαγητοῦ ἀποτρώγειν πρὶν ἐρωτῆσαι·‒ κεῖται ἢ οὐ κεῖται; (πρβλ. [[κεῖμαι]] V. 7), Ἀθήν. 1Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[Κειτούκειτος]], ὁ (Α)<br />κωμικό όνομα του γραμματικού Ουλπιανού, ο [[οποίος]] συνήθιζε να μην τρώγει κανένα [[φαγητό]] αν δεν ρωτούσε «κεῑται ἤ οὐ κεῑται;» <b>Αθήν.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κεῖται ἤοὐ κεῖται</i>;]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, comic name of a Gramm., who asked respecting every dish—κεῖται ἢ οὐ κεῖται; (cf. κεῖμαι v.5) Ath.1.1e.
Greek (Liddell-Scott)
Κειτούκειτος: ὁ, κωμικὸν ὄνομα τοῦ Γραμματικοῦ Οὐλπιανοῦ, ὅστις νόμον εἶχε μηδενὸς φαγητοῦ ἀποτρώγειν πρὶν ἐρωτῆσαι·‒ κεῖται ἢ οὐ κεῖται; (πρβλ. κεῖμαι V. 7), Ἀθήν. 1Ε.
Greek Monolingual
Κειτούκειτος, ὁ (Α)
κωμικό όνομα του γραμματικού Ουλπιανού, ο οποίος συνήθιζε να μην τρώγει κανένα φαγητό αν δεν ρωτούσε «κεῑται ἤ οὐ κεῑται;» Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κεῖται ἤοὐ κεῖται;].