κερωνία: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(6_10) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερωνία''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[κερατέα]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4, Πλίν, ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 575. | |lstext='''κερωνία''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[κερατέα]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4, Πλίν, ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 575. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[κερωνία]])<br />(ιων. τ. του [[κερατωνία]]) το [[δέντρο]] [[χαρουπιά]], [[ξυλοκερατιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Β. λ. [[κερατωνία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, Ion. for κερατωνία, Thphr.HP4.2.4, cf. 1.11.2;
A ceraunia, Plin.HN13.59.
German (Pape)
[Seite 1426] ἡ, = κερατέα, κερατωνία, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κερωνία: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κερατέα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4, Πλίν, ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 575.
Greek Monolingual
η (Α κερωνία)
(ιων. τ. του κερατωνία) το δέντρο χαρουπιά, ξυλοκερατιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. κερατωνία.