κέρχνωμα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
(6_21)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέρχνωμα''': τό, ἐν τῷ πληθυντ., τραχύτητες· [[ὡσαύτως]] = τὰ κερχνωτά, Ἡσύχ. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] = κέγχρωμα.
|lstext='''κέρχνωμα''': τό, ἐν τῷ πληθυντ., τραχύτητες· [[ὡσαύτως]] = τὰ κερχνωτά, Ἡσύχ. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] = κέγχρωμα.
}}
{{grml
|mltxt=[[κέρχνωμα]], τὸ (Α) [[κερχνώ]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «κερχνώμασι<br />τραχύσμασι, κυκλώμασι, γαργαλισμοῑς καλοῡσι δὲ καὶ τὸν περὶ τὰς [[ἴτυς]] τῶν ἀσπίδων κόσμον καὶ ποτηρίων ἐπιχείλων».
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρχνωμα Medium diacritics: κέρχνωμα Low diacritics: κέρχνωμα Capitals: ΚΕΡΧΝΩΜΑ
Transliteration A: kérchnōma Transliteration B: kerchnōma Transliteration C: kerchnoma Beta Code: ke/rxnwma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A roughnesses, Hsch.; also, = τὰ κερχνωτά, Id.    II = κέγχρωμα, Id.(pl.).

German (Pape)

[Seite 1426] τό, Trockenheit, Rauhigkeit, Heiserkeit, Hesych., dessen Erll. κύκλωμα aber auf κέγχρωμα geht.

Greek (Liddell-Scott)

κέρχνωμα: τό, ἐν τῷ πληθυντ., τραχύτητες· ὡσαύτως = τὰ κερχνωτά, Ἡσύχ. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. ὡσαύτως = κέγχρωμα.

Greek Monolingual

κέρχνωμα, τὸ (Α) κερχνώ
(κατά τον Ησύχ.) «κερχνώμασι
τραχύσμασι, κυκλώμασι, γαργαλισμοῑς καλοῡσι δὲ καὶ τὸν περὶ τὰς ἴτυς τῶν ἀσπίδων κόσμον καὶ ποτηρίων ἐπιχείλων».