κεφαλισμός: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(6_15) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεφᾰλισμός''': ὁ, ὁ [[πίναξ]] τοῦ πολλαπλασιασμοῦ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς [[μέχρι]] τῶν [[δέκα]], Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 5, πρβλ. Σουΐδ. ― (ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κεφαλίζω]]). | |lstext='''κεφᾰλισμός''': ὁ, ὁ [[πίναξ]] τοῦ πολλαπλασιασμοῦ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς [[μέχρι]] τῶν [[δέκα]], Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 5, πρβλ. Σουΐδ. ― (ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κεφαλίζω]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεφαλισμός]], ὁ (Α) [[κεφαλή]]<br />ο [[πίνακας]] του πολλαπλασιασμού από το ένα [[μέχρι]] το [[δέκα]] («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου το [[περί]] τά στοιχεῑα γεγυμνάσθαι, καί ἐν ἀριθμοῑς το [[περί]] τους κεφαλισμούς [[προχείρως]] ἔχειν», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A multiplication table of single numbers from one to ten, Arist.Top.163b25 (pl.), cf. Suid.
German (Pape)
[Seite 1428] ὁ, die Multiplication der Zahlen von eins bis zehn mit einander, das Einmaleins, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλισμός: ὁ, ὁ πίναξ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέχρι τῶν δέκα, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 5, πρβλ. Σουΐδ. ― (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κεφαλίζω).
Greek Monolingual
κεφαλισμός, ὁ (Α) κεφαλή
ο πίνακας του πολλαπλασιασμού από το ένα μέχρι το δέκα («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου το περί τά στοιχεῑα γεγυμνάσθαι, καί ἐν ἀριθμοῑς το περί τους κεφαλισμούς προχείρως ἔχειν», Αριστοτ.).