κηρογραφία: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηρογρᾰφία''': ἡ, ἡ διὰ κηροῦ [[ζωγραφία]], ὅ ἐστιν ἐγκαυστική, καθ’ ἣν τὰ χρώματά εἰσι μεμιγμένα μὲ κηρόν, πᾶς [[τόπος]] κηρογραφίᾳ καταπεποίκιλτο Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204Β, πρβλ. 200Α, Πλίν. 35. 39, Müller Archäol. d. Kunst § 320. 4.
|lstext='''κηρογρᾰφία''': ἡ, ἡ διὰ κηροῦ [[ζωγραφία]], ὅ ἐστιν ἐγκαυστική, καθ’ ἣν τὰ χρώματά εἰσι μεμιγμένα μὲ κηρόν, πᾶς [[τόπος]] κηρογραφίᾳ καταπεποίκιλτο Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204Β, πρβλ. 200Α, Πλίν. 35. 39, Müller Archäol. d. Kunst § 320. 4.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[κηρογραφία]]) [[κηρογραφώ]]<br />αρχαία και νεώτερη [[μέθοδος]] ζωγραφικής με χρώματα ανάμικτα με λειωμένο [[κερί]], αλλ. εγκαυστική<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέθοδος]] ζωγραφήσεως ή ιχνογραφήσεως με τη [[βοήθεια]] κεριού η οποία χρησιμοποιείται [[ιδίως]] για [[αποτύπωση]] χωρογραφικών μετρήσεων ή γεωγραφικών χαρτών<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[εικόνα]] ή ο [[χάρτης]] που κατασκευάστηκε με τη μέθοδο της κηρογραφίας ή εγκαυστικής.
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρογρᾰφία Medium diacritics: κηρογραφία Low diacritics: κηρογραφία Capitals: ΚΗΡΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: kērographía Transliteration B: kērographia Transliteration C: kirografia Beta Code: khrografi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A painting with wax, i.e. encaustic painting, πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ κατεπεποίκιλτο Id.1.

German (Pape)

[Seite 1433] ἡ, Wachsmalerei, Ath. V, 200 a.

Greek (Liddell-Scott)

κηρογρᾰφία: ἡ, ἡ διὰ κηροῦ ζωγραφία, ὅ ἐστιν ἐγκαυστική, καθ’ ἣν τὰ χρώματά εἰσι μεμιγμένα μὲ κηρόν, πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ καταπεποίκιλτο Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204Β, πρβλ. 200Α, Πλίν. 35. 39, Müller Archäol. d. Kunst § 320. 4.

Greek Monolingual

η (Α κηρογραφία) κηρογραφώ
αρχαία και νεώτερη μέθοδος ζωγραφικής με χρώματα ανάμικτα με λειωμένο κερί, αλλ. εγκαυστική
νεοελλ.
1. μέθοδος ζωγραφήσεως ή ιχνογραφήσεως με τη βοήθεια κεριού η οποία χρησιμοποιείται ιδίως για αποτύπωση χωρογραφικών μετρήσεων ή γεωγραφικών χαρτών
2. συνεκδ. η εικόνα ή ο χάρτης που κατασκευάστηκε με τη μέθοδο της κηρογραφίας ή εγκαυστικής.