κήδιστος: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(Autenrieth) |
(20) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=a [[sup]]. to [[κήδειος]]: dearest. | |auten=a [[sup]]. to [[κήδειος]]: dearest. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κήδιστος]], -ίστη, -όν (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άξιος]] [[μεγάλης]] φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγαπημένος]], [[προσφιλής]] («ὅς μοι [[κήδιστος]] ἑτάρων ἦν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ κήδιστοι</i><br />οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ επιγαμίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθετικός [[βαθμός]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κηδ</i>- του [[κῆδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ -<i>ιστος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άρ</i>-<i>ιστος</i>, <i>κάκ</i>-<i>ιστος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, Sup. formed from κῆδος,
A most worthy of one's care, most cared for, κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι Il.9.642; κ. ἑτάρων ἦν κεδνότατός τε Od.10.225. II κήδιστοι, οἱ, those nearest allied by marriage, 8.583.
German (Pape)
[Seite 1429] ein superl., von κῆδος abgeleitet, der Bdtg nach zu κήδειος gehörig, der Fürsorge, Achtung am würdigsten, der theuerste, wertheste; κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι Il. 9, 642, vgl. γαμβρὸς ἢ πενθερός· οἵτε μάλιστα κήδιστοι τελέθουσι μεθ' αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν Od. 8, 582; ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων, ἦν κεδνότατός τε 10. 225.
Greek (Liddell-Scott)
κήδιστος: -η, -ον, ὑπερθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ κῆδος, πλείστης φροντίδος καὶ ἐπιμελείας ἄξιος, οὗ μάλιστα κήδεταί τις, κήδιστοί τ’ ἔμεναι καὶ φίλτατοι Ἰλ. Ι. 642 (638)· κήδιστος ἑτάρων ἦν κεδνότατός τε Ὀδ. Ι. 225. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Θ. 583, κήδιστοι, οἱ πλησιέστατα συγγενεύοντες διὰ γάμου.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 très cher, très précieux;
2 le plus proche parent par alliance.
Étymologie: Sp. dér. de κῆδος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κήδιστος, -ίστη, -όν (Α)
1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.)
2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοι
οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ επιγαμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός < θ. κηδ- του κῆδος + κατάλ -ιστος (πρβλ. άρ-ιστος, κάκ-ιστος)].