κίτρον: Difference between revisions
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />citron, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt au <i>lat.</i> citrum. | |btext=ου (τό) :<br />citron, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt au <i>lat.</i> citrum. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[κίτρον]])<br />ο [[καρπός]] του δέντρου [[κιτριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[ρουτώδη]] και στην [[οικογένεια]] [[ρουτίδες]] και το οποίο περιλαμβάνει 10 [[περίπου]] είδη, γνωστά ως [[εσπεριδοειδή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>citrum</i>, το οποίο αποτελεί πιθ. παράλληλο [[δάνειο]] της Λατινικής, μέσω της Ετρουσκικής, με το ελλ. [[κέδρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κίτρεος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κιτράτον]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[κιτρέα]] / -<i>ιά</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κιτρικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κιτρόμηλον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κιτρόφυλλον]], [[κιτρόφυτον]], [[κιτρόχρους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κιτρέλαιο]], <i>κιτρολε</i>(<i>ι</i>)<i>μονάνθι</i>, <i>κιτρολε</i>(<i>ϊ</i>)[[μονιά]], <i>κιτρολέ</i>(<i>ι</i>)<i>μονο</i>, [[κιτρομηλιά]], [[κιτροπαραγωγός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A fruit of the κιτρέα, citron, cited as Lat. word by Pamphil. ap.Ath.3.85c, cf. Gal.Vict.Att.10.
German (Pape)
[Seite 1443] τό, die Citrone, gewöhnlicher κιτρόμηλον od. μῆλον Μηδικόν genannt, Ath. III, 85 c; vgl. Lob. Phryn. 469.
Greek (Liddell-Scott)
κίτρον: τό, ὁ καρπὸς τῆς κιτρέας, τὸ λεμόνι καὶ τὸ νῦν καλούμενον κίτρον, Πάμφιλ. παρ’ Ἀθην. 85C· ὡσαύτως, μῆλον Μηδικόν, καὶ κιτρόμηλον, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 469.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
citron, fruit.
Étymologie: DELG emprunt au lat. citrum.
Greek Monolingual
το (Α κίτρον)
ο καρπός του δέντρου κιτριά
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ρουτώδη και στην οικογένεια ρουτίδες και το οποίο περιλαμβάνει 10 περίπου είδη, γνωστά ως εσπεριδοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. citrum, το οποίο αποτελεί πιθ. παράλληλο δάνειο της Λατινικής, μέσω της Ετρουσκικής, με το ελλ. κέδρος.
ΠΑΡ. αρχ. κίτρεος
μσν.
κιτράτον μσν.-νεοελλ. κιτρέα / -ιά
νεοελλ.
κιτρικός.
ΣΥΝΘ. κιτρόμηλον
μσν.
κιτρόφυλλον, κιτρόφυτον, κιτρόχρους
νεοελλ.
κιτρέλαιο, κιτρολε(ι)μονάνθι, κιτρολε(ϊ)μονιά, κιτρολέ(ι)μονο, κιτρομηλιά, κιτροπαραγωγός].