κληματώδης: Difference between revisions
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(6_7) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλημᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κλάδους ἀμπέλου, Διοσκ. 3. 29. | |lstext='''κλημᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κλάδους ἀμπέλου, Διοσκ. 3. 29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κληματώδης]], -ῶδες (Α) [[κλήμα]]<br />όμοιος με κλαδιά αμπέλου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like vine-shoots, Dsc.3.24, Gal.12.78.
German (Pape)
[Seite 1450] ες, rankenähnlich, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κλημᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κλάδους ἀμπέλου, Διοσκ. 3. 29.
Greek Monolingual
κληματώδης, -ῶδες (Α) κλήμα
όμοιος με κλαδιά αμπέλου.