κλειτοριάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=caresser le clitoris.<br />'''Étymologie:''' [[κλειτορίς]]².
|btext=caresser le clitoris.<br />'''Étymologie:''' [[κλειτορίς]]².
}}
{{grml
|mltxt=[[κλειτοριάζω]] και [[κλειτορίζω]] (Α) [[κλειτορίς]]<br />[[ψηλαφώ]], [[πιάνω]] την [[κλειτορίδα]] («κλειτοριάζειν<br />τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι «τοῦ γυναικείου αἰδοίου», Λεξ. [[Σούδα]]).
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειτοριάζω Medium diacritics: κλειτοριάζω Low diacritics: κλειτοριάζω Capitals: ΚΛΕΙΤΟΡΙΑΖΩ
Transliteration A: kleitoriázō Transliteration B: kleitoriazō Transliteration C: kleitoriazo Beta Code: kleitoria/zw

English (LSJ)

   A touch the κλειτορίς, Ruf.Onom.111, Hsch., Suid.:— also κλειτορ-ίζω, v.l. in Poll.2.174.

German (Pape)

[Seite 1448] die κλειτορίς berühren, E. M. 590, 15.

Greek (Liddell-Scott)

κλειτοριάζω: -ίζω, ψηλαφῶ, ψαύω τὴν κλειτορίδα, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· ― Κατὰ Σουΐδ.: «κλειτοριάζειν, τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι τοῦ γυναικείου αἰδοίου».

French (Bailly abrégé)

caresser le clitoris.
Étymologie: κλειτορίς².

Greek Monolingual

κλειτοριάζω και κλειτορίζω (Α) κλειτορίς
ψηλαφώ, πιάνω την κλειτορίδα («κλειτοριάζειν
τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι «τοῦ γυναικείου αἰδοίου», Λεξ. Σούδα).