κλινοπηγός: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_14)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῑνοπηγός''': ὁ, = [[κλινοποιός]], Θεόγνωστ. 96. 21, Συλ. Ἐπιγ. 2135 ([[ἔνθα]] κλεινο-)· [[ὡσαύτως]] κλινοπήξ, -πῆγος, ὁ, Θεογνωστ. 40. 22.
|lstext='''κλῑνοπηγός''': ὁ, = [[κλινοποιός]], Θεόγνωστ. 96. 21, Συλ. Ἐπιγ. 2135 ([[ἔνθα]] κλεινο-)· [[ὡσαύτως]] κλινοπήξ, -πῆγος, ὁ, Θεογνωστ. 40. 22.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλινοπηγός]], ὁ (AM)<br />[[κλινοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[πηγός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ναυ</i>-[[πηγός]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑνοπηγός Medium diacritics: κλινοπηγός Low diacritics: κλινοπηγός Capitals: ΚΛΙΝΟΠΗΓΟΣ
Transliteration A: klinopēgós Transliteration B: klinopēgos Transliteration C: klinopigos Beta Code: klinophgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = κλινοποιός, Theognost.Can.96, CIG2135 (κλεινο-, loc. incert.).

German (Pape)

[Seite 1454] ὁ, der Betten, Sänften u. dgl. zusammenfügt, macht, Sp.; bei Theognost. B. A. 1340 auch κλινοπήξ.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνοπηγός: ὁ, = κλινοποιός, Θεόγνωστ. 96. 21, Συλ. Ἐπιγ. 2135 (ἔνθα κλεινο-)· ὡσαύτως κλινοπήξ, -πῆγος, ὁ, Θεογνωστ. 40. 22.

Greek Monolingual

κλινοπηγός, ὁ (AM)
κλινοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. ναυ-πηγός.