κλοτοπεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(Autenrieth)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[doubtful]] [[word]], be [[wasting]] words or [[making]] [[fine]] speeches, Il. 19.149†.
|auten=[[doubtful]] [[word]], be [[wasting]] words or [[making]] [[fine]] speeches, Il. 19.149†.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλοτοπεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χρονοτριβώ]], [[χάνω]] τον καιρό μου («οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ' ἐόντας οὐδὲ διατρίβειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μένω]] [[άπρακτος]] προβάλλοντας ψεύτικες ή δόλιες προφάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να προέρχεται από συμφυρμό τών [[κλοπή]] και [[τόπος]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοτοπεύω Medium diacritics: κλοτοπεύω Low diacritics: κλοτοπεύω Capitals: ΚΛΟΤΟΠΕΥΩ
Transliteration A: klotopeúō Transliteration B: klotopeuō Transliteration C: klotopeyo Beta Code: klotopeu/w

English (LSJ)

   A deal subtly, spin out time by false pretences, οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν Il.19.149; κ. περὶ τὸ νησίδιον, perh. to be read for κλοπεύω, Hld.1.30:—hence κλοτοπ-ευτής· ἐξαλλάκτης, ἀλαζών, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1456] Il. 19, 149 οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν, οὐδὲ διατρίβειν, von den Alten verschieden erkl.; entweder unter listigem Vorwande aufschieben u. zaudern, nach Eust. κλυτοῖς ἔπεσιν ἐνδιατρίβειν; oder übh. listig handeln, u. wie von κλοπεύω für κλοπετεύω; od. großprahlen u. übh. unthätig schwatzen; wie Hesych. auch κλοτοπευτής anführt und es ἐξαλλάκτης, ἀλαζών erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κλοτοπεύω: χρονοτριβῶ, χάνω τὸν καιρόν, μόνον ἐν Ἰλ. Τ. 149, οὐ γὰρ κλοτοπεύειν, «ὑποκλέπτειν αὑτοὺς τῆς μάχης ἐν τοῖς λόγοις» (Σχόλ.), ἀρχ. Ἐπικ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ κλέπτω, κλοπεύω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κλοτοπεύειν· παραλογίζεσθαι. ἀπατᾶν. κλεψιγαμεῖν, στραγγεύεσθαι»· ὁ αὐτὸς ἑρμηνεύει κλοτοπευτὴς διὰ τοῦ ἐξαλλακτής, ἀλαζών. Ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

perdre son temps en vaines paroles.
Étymologie: DELG hapax inexpliqué.

English (Autenrieth)

doubtful word, be wasting words or making fine speeches, Il. 19.149†.

Greek Monolingual

κλοτοπεύω (Α)
1. χρονοτριβώ, χάνω τον καιρό μου («οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ' ἐόντας οὐδὲ διατρίβειν», Ομ. Ιλ.)
2. μένω άπρακτος προβάλλοντας ψεύτικες ή δόλιες προφάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να προέρχεται από συμφυρμό τών κλοπή και τόπος.