κναφευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(6_10) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνᾰφευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς γναφέα· ἡ κναφευτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] ἢ τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ γναφέως, Πλάτ. Πολιτικ. 282Α. πρβλ. Σοφιστ. 227Α· ἴδε [[κνάπτω]], ἐν τέλ. | |lstext='''κνᾰφευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς γναφέα· ἡ κναφευτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] ἢ τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ γναφέως, Πλάτ. Πολιτικ. 282Α. πρβλ. Σοφιστ. 227Α· ἴδε [[κνάπτω]], ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κναφευτικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[γναφευτικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
later Att. γνᾰφ-, ή, όν,
A belonging to a fuller: ἡ κν. (sc. τέχνη) fuller's art, Pl.Plt.282a; ἡ γν. Id.Sph.227a.
German (Pape)
[Seite 1459] zum Walker gehörig, ἡ γναφευτική, sc. τέχνη, die Walkerkunst, Plat. Polit. 282 a Soph. 227 a.
Greek (Liddell-Scott)
κνᾰφευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς γναφέα· ἡ κναφευτικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη ἢ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γναφέως, Πλάτ. Πολιτικ. 282Α. πρβλ. Σοφιστ. 227Α· ἴδε κνάπτω, ἐν τέλ.
Greek Monolingual
κναφευτικός, -ή, -όν (Α)
βλ. γναφευτικός.