κόλασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />châtiment, peine.<br />'''Étymologie:''' [[κολάζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />châtiment, peine.<br />'''Étymologie:''' [[κολάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κόλασμα]]) [[κολάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που γίνεται για [[επανόρθωση]] κακής εντύπωσης<br /><b>2.</b> [[παρακίνηση]] σε [[αμαρτία]], [[αμάρτημα]], πονηρή [[σκέψη]], σκανδάλισμα, [[πειρασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κολασμός]], [[τιμωρία]] («[[κόλασμα]] τοῑς κακοῑς ἐγίγνετο», Κριτί.).
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλασμα Medium diacritics: κόλασμα Low diacritics: κόλασμα Capitals: ΚΟΛΑΣΜΑ
Transliteration A: kólasma Transliteration B: kolasma Transliteration C: kolasma Beta Code: ko/lasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A chastisement, Ar.Fr.385, X.Cyr.3.1.23, Critias 25.4 D., AP5.217.7 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1472] τό, Züchtigung, Strafe; Xen. Cyr. 3, 1, 19; Plut. Crass. 10; Agath. 14 (V, 218).

Greek (Liddell-Scott)

κόλασμα: τό, τιμωρία, Ἀριστ. παρ’ Α. Β. 105, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 23, Κριτίας 9. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
châtiment, peine.
Étymologie: κολάζω.

Greek Monolingual

το (Α κόλασμα) κολάζω
νεοελλ.
1. αυτό που γίνεται για επανόρθωση κακής εντύπωσης
2. παρακίνηση σε αμαρτία, αμάρτημα, πονηρή σκέψη, σκανδάλισμα, πειρασμός
αρχ.
κολασμός, τιμωρίακόλασμα τοῑς κακοῑς ἐγίγνετο», Κριτί.).