κολίας: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de maquereau (scomber colias), <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue ; gr.mod. [[κολιός]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[σκόμβρος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de maquereau (scomber colias), <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue ; gr.mod. [[κολιός]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[σκόμβρος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κολίας]])<br />[[είδος]] του ψαριού [[σκόμβρος]], [[κολιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> πολύχρωμες πεταλούδες τών οποίων οι κάμπιες προκαλούν ζημιές σε διάφορα φυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ίας</i>, που απαντά [[συχνά]] σε ονομασίες ζώων και ειδικά ψαριών (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολίας Medium diacritics: κολίας Low diacritics: κολίας Capitals: ΚΟΛΙΑΣ
Transliteration A: kolías Transliteration B: kolias Transliteration C: kolias Beta Code: koli/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A coly-mackerel, Scomber colias, Epich.62, Ar.Fr.414, Arist.HA598a24, Opp.H.1.184.

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, eine Art Thunfisch; Ar. fr. 365; Ath. III, 120 f; Arist. H. A. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κολίας: -ου, ὁ, εἶδος θύννου (ἰχθύος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de maquereau (scomber colias), poisson.
Étymologie: DELG étym. inconnue ; gr.mod. κολιός.
Par. σκόμβρος.

Greek Monolingual

ο (Α κολίας)
είδος του ψαριού σκόμβρος, κολιός
νεοελλ.
ζωολ. πολύχρωμες πεταλούδες τών οποίων οι κάμπιες προκαλούν ζημιές σε διάφορα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ίας, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων και ειδικά ψαριών (πρβλ. καρχαρ-ίας, ξιφ-ίας)].