κομβοθηλεία: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
(21) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=komboqhlei/a | |Beta Code=komboqhlei/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">buckle</b>, Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1170</span>; cf. [[κομποθήλυκα]].</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">buckle</b>, Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1170</span>; cf. [[κομποθήλυκα]].</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κομβοθηλεία]], ἡ (Α)<br />[[πόρπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει ως α' συνθετικό τον τ. [[κόμβος]] και ως β' συνθετικό το επίθ. [[θῆλυς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A buckle, Sch.E.Hec.1170; cf. κομποθήλυκα.
Greek Monolingual
κομβοθηλεία, ἡ (Α)
πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει ως α' συνθετικό τον τ. κόμβος και ως β' συνθετικό το επίθ. θῆλυς.