κοπιώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_7) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοπιώδης''': -ες, = [[κοπώδης]] (ἂν μὴ τοῦτ’ αὐτὸ [[ἀναγνωστέον]]), Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 982, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 1. | |lstext='''κοπιώδης''': -ες, = [[κοπώδης]] (ἂν μὴ τοῦτ’ αὐτὸ [[ἀναγνωστέον]]), Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 982, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[κοπιώδης]], -ῶδες) [[κοπιώ]]<br /><b>1.</b> [[επίπονος]], [[κοπιαστικός]], [[κουραστικός]] (α. «[[κοπιώδης]] [[εργασία]]» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[οχληρός]], [[φορτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοπιωδώς</i><br />κοπιαστικά, κουραστικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = κοπώδης, Hp.Epid.1.26.5, Arist.Pr.885b2: Comp., ib.a17; κ. πυρετοί Hp.Prorrh.1.142, Gal.7.626.
Greek (Liddell-Scott)
κοπιώδης: -ες, = κοπώδης (ἂν μὴ τοῦτ’ αὐτὸ ἀναγνωστέον), Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 982, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 1.
Greek Monolingual
-ες (Α κοπιώδης, -ῶδες) κοπιώ
1. επίπονος, κοπιαστικός, κουραστικός (α. «κοπιώδης εργασία» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.)
2. οχληρός, φορτικός.
επίρρ...
κοπιωδώς
κοπιαστικά, κουραστικά.