κυλλόπους: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(6_14)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυλλόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων κυλλούς, στρεβλοὺς πόδας, [[χωλόπους]], Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 338Α, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 444. 10.
|lstext='''κυλλόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων κυλλούς, στρεβλοὺς πόδας, [[χωλόπους]], Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 338Α, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 444. 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυλλόπους]], -πουν (Α)<br />αυτός που έχει στραβά πόδια, [[στραβοπόδης]], [[κουτσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυλλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλατύ</i>-[[πους]], <i>ωκύ</i>-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλόπους Medium diacritics: κυλλόπους Low diacritics: κυλλόπους Capitals: ΚΥΛΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kyllópous Transliteration B: kyllopous Transliteration C: kyllopous Beta Code: kullo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A club-footed, Aristodem.8; θεοί Agatharch.7.

Greek (Liddell-Scott)

κυλλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων κυλλούς, στρεβλοὺς πόδας, χωλόπους, Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 338Α, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 444. 10.

Greek Monolingual

κυλλόπους, -πουν (Α)
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + -πους (< πούς), πρβλ. πλατύ-πους, ωκύ-πους].