κυριοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_15) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυριοκτόνος''': ὁ, ὁ τὸν Κύριον κτείνων, Θεοδωρήτου Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 42, σ. 184, κλ. | |lstext='''κυριοκτόνος''': ὁ, ὁ τὸν Κύριον κτείνων, Θεοδωρήτου Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 42, σ. 184, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυριοκτόνος]], -ον (AM) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κυριοκτόνος]]<br />αυτός που θανάτωσε τον Κύριο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φονεύει έναν κύριο, έναν δεσπότη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύριος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A slaying a sovereign lord, κ. πράξεις, of those who killed the son of Saul, J.AJ7.2.1.
German (Pape)
[Seite 1536] den Herrn tödtend, mordend, Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυριοκτόνος: ὁ, ὁ τὸν Κύριον κτείνων, Θεοδωρήτου Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 42, σ. 184, κλ.
Greek Monolingual
κυριοκτόνος, -ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ κυριοκτόνος
αυτός που θανάτωσε τον Κύριο
αρχ.
αυτός που φονεύει έναν κύριο, έναν δεσπότη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -κτόνος (< κτείνω)].