μελῳδικός: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_11) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελῳδικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μελῳδίαν, Ἀριστείδ. Κοϊντιλιαν. σ. 88· ᾆσμα Ἰω. Κλίμακ. 893A. | |lstext='''μελῳδικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μελῳδίαν, Ἀριστείδ. Κοϊντιλιαν. σ. 88· ᾆσμα Ἰω. Κλίμακ. 893A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[μελῳδικός]], -ή, -όν) [[μελωδός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μελωδία]] ή αυτός που έχει [[μελωδία]] («μελωδική [[φωνή]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελωδικόν</i><br />[[γλυκό]] και ευχάριστο [[τραγούδι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μελωδικώς</i> και -ά (ΑM [[μελῳδικῶς]])<br />με [[μελωδία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A by means of melody, πειθώ Aristid.Quint.2.10.
German (Pape)
[Seite 129] ή, όν, die Melodie betreffend, melodisch, Arist. Quint.
Greek (Liddell-Scott)
μελῳδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μελῳδίαν, Ἀριστείδ. Κοϊντιλιαν. σ. 88· ᾆσμα Ἰω. Κλίμακ. 893A.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑM μελῳδικός, -ή, -όν) μελωδός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελωδία ή αυτός που έχει μελωδία («μελωδική φωνή»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μελωδικόν
γλυκό και ευχάριστο τραγούδι.
επίρρ...
μελωδικώς και -ά (ΑM μελῳδικῶς)
με μελωδία.