λατομικός: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(6_10) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾱτομικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἐξαγωγὴν λίθων, [[σίδηρος]] Διόδ. 3. 12. | |lstext='''λᾱτομικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἐξαγωγὴν λίθων, [[σίδηρος]] Διόδ. 3. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λατομικός]], -ή, -όν) [[λατόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λατομείο]] ή σε λατόμο<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[λατόμηση]], για [[εξαγωγή]] πέτρας ή μαρμάρου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A for quarrying stones, σίδηρος D.S.3.12.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱτομικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ἐξαγωγὴν λίθων, σίδηρος Διόδ. 3. 12.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λατομικός, -ή, -όν) λατόμος
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λατομείο ή σε λατόμο
αρχ.
κατάλληλος για λατόμηση, για εξαγωγή πέτρας ή μαρμάρου.