λελογισμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec réflexion, en réfléchissant.<br />'''Étymologie:''' part. pf. de [[λογίζομαι]].
|btext=<i>adv.</i><br />avec réflexion, en réfléchissant.<br />'''Étymologie:''' part. pf. de [[λογίζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=και -α (Α [[λελογισμένως]])<br /><b>επίρρ.</b> με [[προσοχή]], με [[περίσκεψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λελογισμένος</i>, μτχ. του <i>λελόγισμαι</i>, παρακμ. του [[λογίζομαι]] «[[υπολογίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λελογισμένως Medium diacritics: λελογισμένως Low diacritics: λελογισμένως Capitals: ΛΕΛΟΓΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: lelogisménōs Transliteration B: lelogismenōs Transliteration C: lelogismenos Beta Code: lelogisme/nws

English (LSJ)

Adv., (λογίζομαι)

   A according to calculation, λ. ὅκως . . Hdt.3.104; λ. πράσσοιμι μᾶλλον ἢ σθένει E.IA1021; ὀρθῶς καὶ λ. Plu. Galb.5.

German (Pape)

[Seite 28] adv. zum part. perf. von λογίζομαι, mit Ueberlegung, nach reiflicher Erwägung; Eur. I. A. 1021; Her. 3, 104, wo ὅπως folgt.

Greek (Liddell-Scott)

λελογισμένως: ἐπίρρ. κατὰ τὸν ὑπολογισμόν, λελογ. ὅκως ἄν... Ἡρόδ. 3. 104· λελ. πράσσοντα μᾶλλον ἢ σθένει Εὐρ. Ι. Α. 1021.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec réflexion, en réfléchissant.
Étymologie: part. pf. de λογίζομαι.

Greek Monolingual

και -α (Α λελογισμένως)
επίρρ. με προσοχή, με περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λελογισμένος, μτχ. του λελόγισμαι, παρακμ. του λογίζομαι «υπολογίζω»].