λευκοδέρματος: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(6_17)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκοδέρμᾰτος''': -ον, ἔχων λευκὸν δέρμα ἢ δοράν, Ἡσύχ. ἐν λ. [[λευκοδίφθερος]].
|lstext='''λευκοδέρμᾰτος''': -ον, ἔχων λευκὸν δέρμα ἢ δοράν, Ἡσύχ. ἐν λ. [[λευκοδίφθερος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκοδέρματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[λευκό]] [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δέρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]], -<i>ατος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>δέρματος</i>, <i>μελανο</i>-<i>δέρματος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοδέρμᾰτος Medium diacritics: λευκοδέρματος Low diacritics: λευκοδέρματος Capitals: ΛΕΥΚΟΔΕΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: leukodérmatos Transliteration B: leukodermatos Transliteration C: lefkodermatos Beta Code: leukode/rmatos

English (LSJ)

ον, gloss on sq., Hsch.

German (Pape)

[Seite 33] weißhäutig, Hesych. Erkl. von λευκοδίφθερος.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοδέρμᾰτος: -ον, ἔχων λευκὸν δέρμα ἢ δοράν, Ἡσύχ. ἐν λ. λευκοδίφθερος.

Greek Monolingual

λευκοδέρματος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -δέρματος (< δέρμα, -ατος), πρβλ. α-δέρματος, μελανο-δέρματος].