λειχήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(6_19)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λειχήνωρ''': -ορος, ὁ, ὁ λείχων τοὺς ἄνδρας, [[ὄνομα]] μυός, Βατραχομυομαχ. 205· οὕτω καὶ λειχο-[[μύλη]] [ῡ], ἡ, ἡ λείχουσα τὸ [[ἄλευρον]], [[ὄνομα]] μυός, [[αὐτόθι]] 29· λειχο-[[πίναξ]] [ῐ], ακος, ὁ, ὁ λείχων τὰ πινάκια, [[αὐτόθι]] 100, 233.
|lstext='''λειχήνωρ''': -ορος, ὁ, ὁ λείχων τοὺς ἄνδρας, [[ὄνομα]] μυός, Βατραχομυομαχ. 205· οὕτω καὶ λειχο-[[μύλη]] [ῡ], ἡ, ἡ λείχουσα τὸ [[ἄλευρον]], [[ὄνομα]] μυός, [[αὐτόθι]] 29· λειχο-[[πίναξ]] [ῐ], ακος, ὁ, ὁ λείχων τὰ πινάκια, [[αὐτόθι]] 100, 233.
}}
{{grml
|mltxt=[[λειχήνωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />(κωμική [[ονομασία]] ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειχ</i>- του [[λείχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]. Οι τ. σε -<i>ήνωρ</i>, -<i>άνωρ</i> εμφανίζουν την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαπ</i>-<i>ήνωρ</i>, <i>δεισ</i>-<i>ήνωρ</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειχήνωρ Medium diacritics: λειχήνωρ Low diacritics: λειχήνωρ Capitals: ΛΕΙΧΗΝΩΡ
Transliteration A: leichḗnōr Transliteration B: leichēnōr Transliteration C: leichinor Beta Code: leixh/nwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A Lick-man, name of a mouse, Batr.202:—so also λειχομύλη [ῠ], ἡ, Lick-meal, name of a mouse, ib.29; λειχοπίναξ [ῐ], ᾰκος, ὁ, Lick-platter, ib.100, 230.

German (Pape)

[Seite 27] ορος, ὁ, Leckmann, heißt eine Maus, Batrach. 204.

Greek (Liddell-Scott)

λειχήνωρ: -ορος, ὁ, ὁ λείχων τοὺς ἄνδρας, ὄνομα μυός, Βατραχομυομαχ. 205· οὕτω καὶ λειχο-μύλη [ῡ], ἡ, ἡ λείχουσα τὸ ἄλευρον, ὄνομα μυός, αὐτόθι 29· λειχο-πίναξ [ῐ], ακος, ὁ, ὁ λείχων τὰ πινάκια, αὐτόθι 100, 233.

Greek Monolingual

λειχήνωρ, -ορος, ὁ (Α)
(κωμική ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ- του λείχω + -ήνωρ (< ἀνήρ. Οι τ. σε -ήνωρ, -άνωρ εμφανίζουν την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος), πρβλ. αγαπ-ήνωρ, δεισ-ήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].