λήϊον: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(Bailly1_3)
(23)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />champ de blé ; moisson ; champ ensemencé.<br />'''Étymologie:''' R. ΛαϜ, v. *[[λάω]].
|btext=ου (τό) :<br />champ de blé ; moisson ; champ ensemencé.<br />'''Étymologie:''' R. ΛαϜ, v. *[[λάω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λήϊον]], δωρ. τ. λᾷιον και λαῑον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> αθέριστοι καρποί του αγρού, [[χωράφι]] [[πριν]] από τον θερισμό, [[σπαρτά]] στην [[ακμή]] τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῡ σίτου τὸ [[λήϊον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]]<br /><b>3.</b> η [[λεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱFιον</i> «[[κέρδος]], [[προϊόν]]». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα [[απολαύω]] και [[λεία]] (ιων. τ. [[ληΐη]])].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήϊον Medium diacritics: λήϊον Low diacritics: λήϊον Capitals: ΛΗΪΟΝ
Transliteration A: lḗïon Transliteration B: lēion Transliteration C: liion Beta Code: lh/i+on

English (LSJ)

(A), Dor. λᾷον (q.v.), τό,

   A standing crop, ὡς δ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λ. Il.2.147, al., cf. Hes.Sc.288, Hdt.1.19, Pherecr.20 (pl.); τοῦ σίτου τὸ λ. Arist.HA612a32; λ. σίτου βαθύ Arr.An.1.4.1; λήϊά τε σταχύων IG14.1389ii 10.    2 in later Poets, also, corn-field, Theoc.10.42 (in Dor. form); ληΐου κόμῃ Babr.88.3.    3 = λεία, booty, SIG3g (Susa, from Didyma, v B.C.).
λήϊον (B), τό, v.λῄδιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
champ de blé ; moisson ; champ ensemencé.
Étymologie: R. ΛαϜ, v. *λάω.

Greek Monolingual

λήϊον, δωρ. τ. λᾷιον και λαῑον, τὸ (Α)
1. αθέριστοι καρποί του αγρού, χωράφι πριν από τον θερισμό, σπαρτά στην ακμή τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῡ σίτου τὸ λήϊον», Αριστοτ.)
2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι
3. η λεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFιον «κέρδος, προϊόν». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα απολαύω και λεία (ιων. τ. ληΐη)].