λιπαραυγής: Difference between revisions
From LSJ
ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
(6_7) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐπᾰραυγής''': -ές, λαμπρῶς ἀκτινοβολῶν, Πρατίν. 3. 1, Φιλόξ. παρ᾿ Ἀθην. 643Α. | |lstext='''λῐπᾰραυγής''': -ές, λαμπρῶς ἀκτινοβολῶν, Πρατίν. 3. 1, Φιλόξ. παρ᾿ Ἀθην. 643Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιπαραυγής]], -ές (Α)<br />αυτός που ακτινοβολεί [[λαμπρά]], [[φωτεινός]], [[στιλπνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιπαρός]] «[[ελαιώδης]] - [[λαμπρός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] [[ἡ]] ή [[αὖγος]] [[τὸ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λυκ</i>-<i>αυγής</i>, <i>πυρ</i>-<i>αυγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A bright-beaming, πορθμίδες Philox.3.1.
German (Pape)
[Seite 50] ές, hell glänzend, leuchtend, πορθμίδες, Philoxen. bei Ath. XIV, 643 a.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰραυγής: -ές, λαμπρῶς ἀκτινοβολῶν, Πρατίν. 3. 1, Φιλόξ. παρ᾿ Ἀθην. 643Α.
Greek Monolingual
λιπαραυγής, -ές (Α)
αυτός που ακτινοβολεί λαμπρά, φωτεινός, στιλπνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης - λαμπρός» + -αυγής (< αὐγή ἡ ή αὖγος τὸ), πρβλ. λυκ-αυγής, πυρ-αυγής].