λινόπτης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui a l’œil sur la ligne <i>ou</i> sur le filet.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ὄψομαι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui a l’œil sur la ligne <i>ou</i> sur le filet.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ὄψομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λινόπτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρατηρεί τα δίχτια για να δει αν έχει συλληφθεί [[κάτι]] σε αυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όπτης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-<i>όπτης</i>, <i>υπερ</i>-<i>όπτης</i>].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόπτης Medium diacritics: λινόπτης Low diacritics: λινόπτης Capitals: ΛΙΝΟΠΤΗΣ
Transliteration A: linóptēs Transliteration B: linoptēs Transliteration C: linoptis Beta Code: lino/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὄψομαι)

   A one who watches nets to see whether anything is caught, Arist. ap. Sch.Ar.Pax 1178, Poll.5.17, Hsch.

German (Pape)

[Seite 49] ὁ, eigtl. der am Netze Acht giebt, ob sich Etwas darin fängt, u. übh. der auf Etwas aufpaßt, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόπτης: -ου, ὁ, (ὄψομαι) ὁ παραφυλάττων τὰ δίκτυα ὅπως ἴδῃ ἂν συνελήφθη τι, Ἀριστ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1178, Πολυδ. Εʹ, 17, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui a l’œil sur la ligne ou sur le filet.
Étymologie: λίνον, ὄψομαι.

Greek Monolingual

λινόπτης, ὁ (Α)
αυτός που παρατηρεί τα δίχτια για να δει αν έχει συλληφθεί κάτι σε αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -όπτης (< θ. ὀπ- του ὄπωπα), πρβλ. επ-όπτης, υπερ-όπτης].