μαλακόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la voix douce, harmonieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μαλακός]], [[φωνή]].
|btext=ος, ον :<br />à la voix douce, harmonieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μαλακός]], [[φωνή]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μαλακόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τρυφερή [[φωνή]] ή αυτός που βγάζει απαλό ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερό</i>-<i>φωνος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόφωνος Medium diacritics: μαλακόφωνος Low diacritics: μαλακόφωνος Capitals: ΜΑΛΑΚΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: malakóphōnos Transliteration B: malakophōnos Transliteration C: malakofonos Beta Code: malako/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A with a soft voice, D.H.Dem.40.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόφωνος: -ον, ὁ ἔχων μαλακὴν φωνήν, Διον. Ἁλ. εἰς Δημ. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix douce, harmonieuse.
Étymologie: μαλακός, φωνή.

Greek Monolingual

μαλακόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει τρυφερή φωνή ή αυτός που βγάζει απαλό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + φωνή (πρβλ. ετερό-φωνος)].