μαρμαρίζω: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(6_2) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαρμᾰρίζω''': [[μαρμαίρω]], Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἡ μαρμαρίζουσα [[πέτρα]], πυριτόλιθος περιέχων χρυσόν, Διόδ. 3. 12· μ. ἄστρα Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 356E, [[ἔνθα]] κακῶς μαρμαρυζόντων. | |lstext='''μαρμᾰρίζω''': [[μαρμαίρω]], Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἡ μαρμαρίζουσα [[πέτρα]], πυριτόλιθος περιέχων χρυσόν, Διόδ. 3. 12· μ. ἄστρα Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 356E, [[ἔνθα]] κακῶς μαρμαρυζόντων. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαρμαρίζω]] (Α) [[μαρμάρεος]] (I)]<br />[[μαρμαίρω]], [[ακτινοβολώ]], [[αστράφτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
A = μαρμαίρω, ἀκτῖνας προσώπου -ιζούσας Pi.Fr.123.2; ἡ -ίζουσα πέτρα, of quartz rock containing gold, D.S.3.12.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμᾰρίζω: μαρμαίρω, Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἡ μαρμαρίζουσα πέτρα, πυριτόλιθος περιέχων χρυσόν, Διόδ. 3. 12· μ. ἄστρα Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 356E, ἔνθα κακῶς μαρμαρυζόντων.
Greek Monolingual
μαρμαρίζω (Α) μαρμάρεος (I)]
μαρμαίρω, ακτινοβολώ, αστράφτω.