ματίζω: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(6_2)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰτίζω''': [[ματεύω]], Ἡσύχ. (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ματῆσαι, ἐκ τοῦ [[ματέω]]).
|lstext='''μᾰτίζω''': [[ματεύω]], Ἡσύχ. (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ματῆσαι, ἐκ τοῦ [[ματέω]]).
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ματίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] το [[μήκος]] κάποιου πράγματος με [[προσθήκη]] προέκτασης («[[ματίζω]] το ύφασμα για να φτάσει για το [[φόρεμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[συνάπτω]], [[δένω]], [[συνδέω]] τα [[άκρα]] δύο σχοινιών με [[ματισιά]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[ματεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁμματίζω]]. Με την αρχ. [[σημασία]] της η λ. [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[ματεύω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰτιζω Medium diacritics: ματίζω Low diacritics: ματίζω Capitals: ΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: matízō Transliteration B: matizō Transliteration C: matizo Beta Code: matizw

English (LSJ)

   A = ματεύω, in aor. inf. ματίσαι, Hsch. (leg. ματῆσαι).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰτίζω: ματεύω, Ἡσύχ. (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ματῆσαι, ἐκ τοῦ ματέω).

Greek Monolingual

ματίζω)
νεοελλ.
1. αυξάνω το μήκος κάποιου πράγματος με προσθήκη προέκτασης («ματίζω το ύφασμα για να φτάσει για το φόρεμα»)
2. ναυτ. συνάπτω, δένω, συνδέω τα άκρα δύο σχοινιών με ματισιά.
αρχ.
ματεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμματίζω. Με την αρχ. σημασία της η λ. είναι μεταπλασμένος τ. του ματεύω, κατά τα ρ. σε -ίζω].