μεθυδώτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui donne le vin.<br />'''Étymologie:''' [[μέθυ]], [[δίδωμι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui donne le vin.<br />'''Étymologie:''' [[μέθυ]], [[δίδωμι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεθυδώτης]] και [[μεθυδότης]], ὁ (Α)<br />(ως [[προσωνυμία]] του θεού Διονύσου) αυτός που δίδει ή παρέχει [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέθυ]] «[[κρασί]]» <span style="color: red;">+</span> [[δώτης]] και [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξενο</i>-[[δώτης]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθῠδώτης Medium diacritics: μεθυδώτης Low diacritics: μεθυδώτης Capitals: ΜΕΘΥΔΩΤΗΣ
Transliteration A: methydṓtēs Transliteration B: methydōtēs Transliteration C: methydotis Beta Code: mequdw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A giver of wine, of Dionysus, AP9.524.13, Orph.H. 47.1.

German (Pape)

[Seite 114] ὁ, = μεθυδότης, Bacchus, Hymn. in Bacch. 13 (IX, 524); Orph. H.

Greek (Liddell-Scott)

μεθῠδώτης: -ου, ὁ, ὁ διδοὺς ἢ παρέχων οἶνον, Ἀνθ. Π. 9. 524, Ὀρφ. Ὕμν. 46. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui donne le vin.
Étymologie: μέθυ, δίδωμι.

Greek Monolingual

μεθυδώτης και μεθυδότης, ὁ (Α)
(ως προσωνυμία του θεού Διονύσου) αυτός που δίδει ή παρέχει κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + δώτης και δότης (< δίδωμι), πρβλ. ξενο-δώτης.