μεγαλωφελής: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />grandement utile.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[ὠφελέω]]. | |btext=ής, ές :<br />grandement utile.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[ὠφελέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλωφελής]], -ές (Α)<br />εξαιρετικά [[ωφέλιμος]], πολύ [[χρήσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄφελος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοιν</i>-<i>ωφελής</i>). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (ὄφελος)
A very serviceable, Phld.Mus.p.104 K., Corn.ND16, Plu.2.553c, Cleom.1.1 (Sup.), Sor. 2.14.
German (Pape)
[Seite 108] ές, sehr nützend, Plut. S. N. V. 7; bei Suid. Erkl. von ἐριούνιος.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ μεγάλως ὠφελῶν, λίαν ὠφέλιμος, Πλούτ. 2. 553D, Κλεομήδ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
grandement utile.
Étymologie: μέγας, ὠφελέω.
Greek Monolingual
μεγαλωφελής, -ές (Α)
εξαιρετικά ωφέλιμος, πολύ χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ὄφελος (πρβλ. κοιν-ωφελής). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].