μελλοδειπνικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(6_11) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελλοδειπνικός''': ή, ον, ὁ ᾀδόμενος ἐν ἀρχῇ τοῦ δείπνου, ἐπᾴσομαι [[μέλος]] τι μελλοδειπνικὸν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1153. | |lstext='''μελλοδειπνικός''': ή, ον, ὁ ᾀδόμενος ἐν ἀρχῇ τοῦ δείπνου, ἐπᾴσομαι [[μέλος]] τι μελλοδειπνικὸν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1153. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελλοδειπνικός]], -ή, -όν (Α)<br />(για [[άσμα]]) αυτό που παίζεται ή τραγουδιέται στην [[αρχή]] του δείπνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[δεῖπνον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A played or sung at the beginning of dinner, μέλος Ar.Ec.1153.
Greek (Liddell-Scott)
μελλοδειπνικός: ή, ον, ὁ ᾀδόμενος ἐν ἀρχῇ τοῦ δείπνου, ἐπᾴσομαι μέλος τι μελλοδειπνικὸν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1153.
Greek Monolingual
μελλοδειπνικός, -ή, -όν (Α)
(για άσμα) αυτό που παίζεται ή τραγουδιέται στην αρχή του δείπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + δεῖπνον.