μεμόριον: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(6_21)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεμόριον''': τό, (Λατ. memoria) [[μνημεῖον]] εἰς ἀνάμνησίν τινος· καὶ μεμορίτης, ὁ, ὁ ἔχων τὴν φροντίδα τοιούτου μνημείου, καὶ μεμοροφύλαξ, Σύνοδ. Χαλκ. 1412Α, 1409D, ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''μεμόριον''': τό, (Λατ. memoria) [[μνημεῖον]] εἰς ἀνάμνησίν τινος· καὶ μεμορίτης, ὁ, ὁ ἔχων τὴν φροντίδα τοιούτου μνημείου, καὶ μεμοροφύλαξ, Σύνοδ. Χαλκ. 1412Α, 1409D, ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεμόριον]], τὸ (ΑM, Α και μεμόριν)<br />[[μνημείο]] για την [[ανάμνηση]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συμφυρμό της ελλ. λ. [[μνημεῖον]] και της λατ. λ. <i>memoria</i> «[[μνήμη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>memorium</i> και λ. [[μνημούρι]])].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμόριον Medium diacritics: μεμόριον Low diacritics: μεμόριον Capitals: ΜΕΜΟΡΙΟΝ
Transliteration A: memórion Transliteration B: memorion Transliteration C: memorion Beta Code: memo/rion

English (LSJ)

τό, (Lat.

   A memoria) memorial chapel or shrine, BCH17.290, Ramsay Cities and Bishoprics 2.736 (iii/iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

μεμόριον: τό, (Λατ. memoria) μνημεῖον εἰς ἀνάμνησίν τινος· καὶ μεμορίτης, ὁ, ὁ ἔχων τὴν φροντίδα τοιούτου μνημείου, καὶ μεμοροφύλαξ, Σύνοδ. Χαλκ. 1412Α, 1409D, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

μεμόριον, τὸ (ΑM, Α και μεμόριν)
μνημείο για την ανάμνηση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συμφυρμό της ελλ. λ. μνημεῖον και της λατ. λ. memoria «μνήμη» (πρβλ. λατ. memorium και λ. μνημούρι)].