Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεταβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_19)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταβάτης''': -ου, ὁ, τὸ Λατ. desultor, ὁ εἰς [[ἄλλο]] καὶ [[ἄλλο]] μεταπηδῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ζευγηλάτης]]. ― Ἐκκλ., ἐπὶ ἐπισκόπων μὴ κανονικῶς μετατιθεμένων εἰς ἐπισκοπὴν [[ἄλλην]], Σύνοδ. Κωνστ. (536 μ.Χ.) 1180Ε.
|lstext='''μεταβάτης''': -ου, ὁ, τὸ Λατ. desultor, ὁ εἰς [[ἄλλο]] καὶ [[ἄλλο]] μεταπηδῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ζευγηλάτης]]. ― Ἐκκλ., ἐπὶ ἐπισκόπων μὴ κανονικῶς μετατιθεμένων εἰς ἐπισκοπὴν [[ἄλλην]], Σύνοδ. Κωνστ. (536 μ.Χ.) 1180Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταβάτης]], o (ΑM) [[μεταβαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετακινείται από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αποστάτης]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[επίσκοπος]] που μετατίθεται αντικανονικά από μία [[επισκοπή]] σε [[άλλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιππέας]] που μπορεί να μεταπηδά από το ένα [[άλογο]] στο [[άλλο]], άμφιππος.
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταβάτης Medium diacritics: μεταβάτης Low diacritics: μεταβάτης Capitals: ΜΕΤΑΒΑΤΗΣ
Transliteration A: metabátēs Transliteration B: metabatēs Transliteration C: metavatis Beta Code: metaba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, = Lat.

   A desultor, trick-rider, Hsch. s.v. ζευγηλάτης.

German (Pape)

[Seite 144] ὁ, der Uebergehende, der von Einem zum Andern geht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταβάτης: -ου, ὁ, τὸ Λατ. desultor, ὁ εἰς ἄλλο καὶ ἄλλο μεταπηδῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ζευγηλάτης. ― Ἐκκλ., ἐπὶ ἐπισκόπων μὴ κανονικῶς μετατιθεμένων εἰς ἐπισκοπὴν ἄλλην, Σύνοδ. Κωνστ. (536 μ.Χ.) 1180Ε.

Greek Monolingual

μεταβάτης, o (ΑM) μεταβαίνω
μσν.
1. αυτός που μετακινείται από το ένα μέρος στο άλλο
2. μτφ. αποστάτης
2. εκκλ. επίσκοπος που μετατίθεται αντικανονικά από μία επισκοπή σε άλλη
αρχ.
ιππέας που μπορεί να μεταπηδά από το ένα άλογο στο άλλο, άμφιππος.