μηκάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_2)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηκάζω''': [[μηκάομαι]], Νικ. Ἀλεξιφ. 214, Συνέσ. 285D.
|lstext='''μηκάζω''': [[μηκάομαι]], Νικ. Ἀλεξιφ. 214, Συνέσ. 285D.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηκάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόβατα και αίγες) [[μηκώμαι]], [[βληχώμαι]], [[βελάζω]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[φωνάζω]] [[δυνατά]], επίμονα, [[σκούζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>μηκῶμαι</i>].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκάζω Medium diacritics: μηκάζω Low diacritics: μηκάζω Capitals: ΜΗΚΑΖΩ
Transliteration A: mēkázō Transliteration B: mēkazō Transliteration C: mikazo Beta Code: mhka/zw

English (LSJ)

= sq., Nic.Al.214.

German (Pape)

[Seite 171] = Folgdm, Nic. Al. 204.

Greek (Liddell-Scott)

μηκάζω: μηκάομαι, Νικ. Ἀλεξιφ. 214, Συνέσ. 285D.

Greek Monolingual

μηκάζω (Α)
1. (για πρόβατα και αίγες) μηκώμαι, βληχώμαι, βελάζω
2. (για πρόσ.) φωνάζω δυνατά, επίμονα, σκούζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηκῶμαι].