μηλοκόμος: Difference between revisions
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
(6_18) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηλοκόμος''': -ον, ὁ προστατεύων τὰ πρόβατα, βόαυλα, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 74. | |lstext='''μηλοκόμος''': -ον, ὁ προστατεύων τὰ πρόβατα, βόαυλα, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 74. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μηλοκόμος]], δωρ. τ. [[μαλοκόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που εκτρέφει πρόβατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[ασχολούμαι]], [[φροντίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γηρο</i>-<i>κόμος</i>, <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. μᾱλ-, ον,
A sheep-protecting, βόαυλα Hymn.Is.164.
German (Pape)
[Seite 173] Schaafe pflegend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοκόμος: -ον, ὁ προστατεύων τὰ πρόβατα, βόαυλα, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 74.
Greek Monolingual
μηλοκόμος, δωρ. τ. μαλοκόμος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -κομος (< κομῶ «ασχολούμαι, φροντίζω»), πρβλ. γηρο-κόμος, ιππο-κόμος].